φανεροῖ

φανεροῖ
φανερόω
make manifest
pres ind mp 2nd sg
φανερόω
make manifest
pres opt act 3rd sg
φανερόω
make manifest
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φανεροί — φανερός visible masc nom/voc pl φανερός visible masc/fem nom/voc pl φανερόω make manifest pres subj mp 2nd sg φανερόω make manifest pres ind mp 2nd sg φανερόω make manifest pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ересь — (др. греч. αἵρεσις  «выбор, направление, мнение»)  сознательное отклонение от догматов веры, предлагающее иной подход к религиозному учению; выделение из состава церкви новой общины. Не следует смешивать с расколом. Следует иметь в виду …   Википедия

  • Ереси — Ересь (греч. αἵρεσις  «выбор, направление, мнение»)  сознательное отклонение от догматов веры, предлагающее иной подход к религиозному учению; выделение из состава церкви новой общины. Не следует смешивать с расколом. Следует иметь в виду, что в… …   Википедия

  • Еретики — Ересь (греч. αἵρεσις  «выбор, направление, мнение»)  сознательное отклонение от догматов веры, предлагающее иной подход к религиозному учению; выделение из состава церкви новой общины. Не следует смешивать с расколом. Следует иметь в виду, что в… …   Википедия

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… …   Dictionary of Greek

  • Κυανέες — I Αρχαία πόλη της Λυκίας, η οποία επιβίωσε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Ερείπια της πόλης βρέθηκαν κοντά στο σημερινό χωριό Γιαχού. Στην πόλη υπήρχε μαντείο του Θυρξέως Απόλλωνα, στο οποίο ανάβλυζε πηγή, σύμφωνα με πληροφορίες του… …   Dictionary of Greek

  • Μελανήσιοι — Οι κάτοικοι της Μελανησίας. Συγγενεύουν φυλετικά με τους Αυστραλούς Αβορίγινες και θεωρείται ότι οι πρώτοι κάτοικοί της προήλθαν από τη νοτιοανατολική Ασία γύρω στο 30000 π.Χ. Ορισμένες ομάδες Μ. συγγενεύουν περισσότερο με τους Παπούα, ενώ άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • νησιωτική οικολογία — Η μελέτη των οικολογικών σχέσεων οι οποίες αναπτύσσονται στο νησιωτικό περιβάλλον. Δεν αποτελεί χωριστό επιστημονικό κλάδο, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το οποίο οφείλεται στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στα νησιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”